- παραξοδεύω
- και παραξοδιάζω(ενεργ. και μέσ.) δαπανώ περισσότερα από το κανονικό, ξοδιάζω πολλά χρήματα.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
παραξοδεύω — παραξόδεψα, παραξοδεύτηκα, ξοδεύω, διαθέτω, δαπανώ υπερβολικά: Παραξοδεύτηκα τα τελευταία χρόνια για τις σπουδές των παιδιών … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
παραξοδιάζω — βλ. παραξοδεύω … Dictionary of Greek
παραξοδιάζω — παραξόδιασα, παραξοδιάστηκα, βλ. παραξοδεύω … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)